- ἀπεπυδάρισα
- ἀπό-πυδαρίζωdance the flingaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικοκκάζω — Α περιγελώ, κοροϊδεύω κάποιον («ἐγέλασα... ἀπεπυδάρισα μόθωνα, περιεκόκκασα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περικοκκύζω] … Dictionary of Greek